- εταστικός
- η , ό[ν] пытливый; любознательный;
εταστικο βλέμμα — пытливый взгляд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εταστικο βλέμμα — пытливый взгляд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εταστικός — ή, ό (Μ ἐταστικός, ή, όν) [εταστής] εξεταστικός, διερευνητικός … Dictionary of Greek